Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοιβήτρια — purifier fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβήτρια — ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτή που καθαιρεί, που εξαγνίζει 2. η θεά Ίσις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «εξαγνίζω, καθαίρω» + κατάλ. τρια (πρβλ. καθάρ τρια, τελέσ τρια)] … Dictionary of Greek